φεγγαρόλουστος

φεγγαρόλουστος
η , ο лунный;

φεγγαρόλουστη βραδιά — лунная ночь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φεγγαρόλουστος" в других словарях:

  • φεγγαρόλουστος — η, ο αυτός που σαν να λούζεται στο φως του φεγγαριού, ο φεγγαροφώτιστος: Φεγγαρόλουστη βραδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σεληναίος — α, ο / σεληναῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῑος, αία, ον, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακός («αἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει το σχήμα τής σελήνης ή τής ημισελήνου 2. το ουδ. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • σεληνοφώτιστος — σεληνοφώτιστος, η, ο και σεληνόφωτος, η, ο φεγγαρόλουστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαρόφωτος — η, ο 1. φεγγαρόλουστος (βλ. λ.): Φεγγαρόφωτη βραδιά. 2. το ουδ. ως ουσ., φεγγαρόφωτο το σεληνόφωτο, το φως του φεγγαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»